- σκέλι
- τοσκέλος: Έβγαλε ένα σπυρί ανάμεσα στα σκέλια του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκέλι — το, Ν 1. σκέλος 2. στον πληθ. τα σκέλια α) τα κάτω άκρα τού ανθρώπου, σκέλη β) τα πόδια τών τετράποδων ζώων και, ιδίως, τών οπίσθιων 3. φρ. «έβαλε την ουρά στα σκέλια» μτφ. υποχώρησε, υπέκυψε ντροπιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σκέλι έχει σχηματιστεί… … Dictionary of Greek